Στις 18 Μαΐου 2018 οι ιδιοκτήτες της ΒΙΚΗ (η δεύτερη γενιά της οικογένειας Παπαγιάννη) κατέθεσαν αίτηση πτώχευσης της εταιρείας, η οποία επρόκειτο εξ αναβολής να συζητηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου. Η παραίτηση από την αίτηση αυτή σημαίνει έκδοση διαταγών πληρωμής –αναμένεται να ξεκινήσουν οι σχετικές ενέργειες από αύριο– από όσους έχουν απαιτήσεις από τη ΒΙΚΗ (44,65 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2017) και σε βάθος χρόνου πλειστηριασμοί. Η εταιρεία διαθέτει συνολικά δέκα ακίνητα σε Ηπειρο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, σε κάποια εκ των οποίων έχουν εγγραφεί υποθήκες και προσημειώσεις υπέρ της ΑΤΕbank και της Τράπεζας Πειραιώς. Ενέχυρα έχουν τεθεί από την ΑΤΕbank και σε μηχανολογικό εξοπλισμό του εργοστασίου, γεγονός που σημαίνει ότι –εάν αυτά έχουν ήδη πωληθεί– οι ιδιοκτήτες της εταιρείας κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν κατηγορίες για κακουργηματική υπεξαίρεση.
Καλύτερη τύχη φαίνεται ότι επιφυλάσσει το μέλλον για την εταιρεία ζωοτροφών LAKY. Η προγραμματισθείσα για τις 28 Σεπτεμβρίου συζήτηση της αίτησης πτώχευσης που είχαν καταθέσει πέντε εργαζόμενοι της εταιρείας αναβλήθηκε για τις 14 Δεκεμβρίου, γεγονός που σημαίνει παράταση της προστασίας από τους πιστωτές. Το κυριότερο είναι ότι επίκειται συμφωνία εξυγίανσης βάσει των άρθρων 106 β και 106δ της εταιρείας. Στην οικογένεια Παπαγιάννη ανήκει και η εταιρεία Thesauri, με αντικείμενο την παραγωγή χαβιαριού από τη μονάδα εκτροφής οξύρρυγχου στην Αρτα. Οι ιδιοκτήτες της, μάλιστα, φαίνεται ότι θέλουν να επικεντρωθούν σε αυτή τη δραστηριότητα.
Οι αλλαγές στο λιανεμπόριο επηρεάζουν έντονα τον κλάδο των αλλαντικών
Η υπόθεση της ΒΙΚΗ δεν αποτελεί το μοναδικό παράδειγμα επιχειρηματικών ανακατατάξεων στον κλάδο των αλλαντικών και ευρύτερα της επεξεργασίας κρέατος. Ο έντονος ανταγωνισμός, η πίεση από τους λιανεμπόρους για ολοένα και περισσότερες προσφορές, η υποχώρηση της ζήτησης, καθώς τα αλλαντικά δεν θεωρούνται βασικό και αναντικατάστατο είδος διατροφής, καθώς και διατροφικά σκάνδαλα έπληξαν σημαντικά τον κλάδο και μάλιστα και μερικές εκ των κορυφαίων εταιρειών αυτού.
Η πλέον σημαντική ανακατάταξη στον κλάδο μέχρι στιγμής ήταν η αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ιστορικής αλλαντοβιομηχανίας «Νίκας», η οποία πέρασε στην Chipita υπό τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο από την Global Finance. Οι διαπραγματεύσεις είχαν ξεκινήσει το 2014, αλλά η τελική συμφωνία υπεγράφη στις 30 Δεκεμβρίου 2016. Μάλιστα, η συμφωνία υπεγράφη με τις τράπεζες, καθώς αυτές είχαν επί της ουσίας τον έλεγχο της αλλαντοβιομηχανίας, λόγω της δυσχερούς χρηματοοικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η εταιρεία. Η συμφωνία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, «κούρεμα» δανείων και τόκων ύψους περίπου 37 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016, το καθαρό χρέος της «Νίκας» είχε φθάσει τα 80,68 εκατ. ευρώ.
Οι όχι και πολύ επιτυχημένες –όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων– επιλογές σε σχέση με τις πατέντες στα προϊόντα της, η μείωση της κατανάλωσης, αλλά και η κατάρρευση της «Μαρινόπουλος» οδήγησαν την έτερη μεγάλη εταιρεία του κλάδου, την Creta Farm, σε δύο συμφωνίες αναδιάρθρωσης του δανεισμού της μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών –μία το 2014 και μία φέτος–, καθώς και σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η φετινή συμφωνία αναδιάρθρωσης με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αφορά κοινοπρακτικά δάνεια, διμερή δάνεια και χρηματοδοτήσεις factoring και leasing. Στο τέλος του 2017 οι δανειακές της υποχρεώσεις –μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες– ανέρχονταν σε 106,87 εκατ. ευρώ, με τον κύκλο εργασιών της να είναι περίπου 108 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι η εταιρεία έχασε και 4,4 εκατ. ευρώ από τη «Μαρινόπουλος», εισπράττοντας μόνο το 50% των απαιτήσεών της, 3,9 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση της Impala Invest και του επιχειρηματία Δημήτρη Βιντζηλαίου. Με επενδύσεις στον κλάδο επεξεργασίας κρέατος στη Βουλγαρία (με την εταιρεία αλλαντικών Bella), η εταιρεία αρχικά επρόκειτο να συνεργασθεί με την Chipita για την απόκτηση της «Νίκας», συνεργασία, όμως, που έληξε τον Οκτώβριο του 2016. Μάλιστα, το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συγχώνευση της «Νίκας» με την επίσης εταιρεία αλλαντικών Λακωνική Τροφίμων, στην οποία το 2015 η Impala Invest απέκτησε πλειοψηφικό πακέτο μετοχών. Ο ίδιος επιχειρηματίας απέκτησε πριν από λίγο καιρό το 70% μίας ακόμη εταιρείας του κλάδου.
Πρόκειται για τη Σερραϊκή – Θρακική Αλλαντοβιομηχανία Α.Ε. (ΧΑΡΙΝΟ Α.Ε.). Ο ίδιος, μάλιστα, προχώρησε σε επενδύσεις ύψους 2,5 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του εργοστασίου της εταιρείας και με αυτή την επενδυτική κίνηση αποσκοπεί στην κάλυψη των αναγκών της αγοράς της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως στον κλάδο του HORECA (εστίαση, ξενοδοχεία, τροφοδοσία).
Σε πολύ πιο ισχυρή θέση βρίσκεται η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου «Υφαντής», παρά το γεγονός ότι το 2013 υπέστη πλήγμα από τον εντοπισμό κρέατος με DNA αλόγου σε προϊόντα της. Σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό της, ο οποίος αφορά τη χρήση του 2016, ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών ανήλθε σε 135,6 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το 2015, ενώ το καθαρό αποτέλεσμα της εταιρείας ήταν κέρδη ύψους 2,09 εκατ. ευρώ. Βεβαίως και η «Υφαντής» ήταν μεταξύ των εταιρειών με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις από τη «Μαρινόπουλος», περίπου 6 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων εισέπραξε το 50%.
Πηγή: Καθημερινή