Τη δεύτερη σημαντική εξαγορά της φέτος προχωρά η Merck, προκειμένου να
ενισχύσει το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της σε μία περίοδο έντονων διεργασιών
στον φαρμακευτικό κλάδο.
Αρκετές εταιρείες επιδιώκουν να συνενώσουν δυνάμεις με ανταγωνίστριες, ενώ
άλλες επιλέγουν την αναδιάρθρωση, πουλώντας μέρος των δραστηριοτήτων τους και
αποκτώντας νέα δικαιώματα φαρμάκων.
Η αμερικανική φαρμακοβιομηχανία ανακοίνωσε χθες ότι θα αποκτήσει τον έλεγχο
της Cubist Pharmaceuticals, σε μία συμφωνία συνολικού ύψους 9,5 δισ. δολαρίων,
ενισχύοντας έτσι την παρουσία της στον τομέα των αντιβιοτικών και ειδικότερα σε
νέα ενισχυμένα αντιβιοτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά των λεγόμενων
«σούπερ βακτηριδίων».
Η Merck θα καταβάλει σε μετρητά το ποσό των 8,4 δισ. δολαρίων - το οποίο
αντιστοιχεί σε 102 δολάρια ανά μετοχή και είναι 37% υψηλότερο από την τιμή,
στην οποία έκλεισε η μετοχή της Cubist στις 5 Δεκεμβρίου. Θα αναλάβει επίσης
καθαρό χρέος ύψους 1,1 δισ. δολαρίων της εταιρείας.
Η Cubist σχεδιάζει να διαθέσει στην αγορά έως το 2020 τέσσερα νέα φάρμακα
για βακτηριακές λοιμώξεις, οι οποίες είναι ανθεκτικές σε παλαιού τύπου
αντιβιοτικά εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης τους.
Σήμερα το ισχυρότερο φάρμακο στο χαρτοφυλάκιό της είναι το αντιβιοτικό
Cubicin, το οποίο αναμένεται να προσθέσει έσοδα άνω του 1 δισ. δολαρίων το
2015. Η ισχυρή ζήτησή του το τρίτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς ήταν ο κύριος
παράγοντας αύξησης των πωλήσεων της Cubist κατά 16%. Πολύ κοντά στο να
εξασφαλίσει την έγκριση της αμερικανικής Αρχής Τροφίμων και Φαρμάκων είναι το
Cefolozane/Tazobactam για οξείες λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Merck, Κεν Φρέζιερ, υπογράμμισε ότι η εξαγορά θα
δώσει σε μεσοπρόθεσμη βάση ισχυρή ώθηση στα έσοδα της εταιρείας. Ο 59χρονος
Φρέζιερ τόνισε επίσης ότι η Merck στοχεύει σε μικρού και μεσαίου μεγέθους
εξαγορές, οι οποίες συμπληρώνουν το χαρτοφυλάκιό της, ενώ δεν ενδιαφέρεται για
τα λεγόμενα «mega-deals», τα οποία όπως είπε «καταναλώνουν πολύ χρόνο και αποσπούν
την προσοχή από το βασικό στόχο, που είναι η επένδυση σε νέα φάρμακα». Σύμφωνα
με στοιχεία του Bloomberg, η Merck (η οποία τον περασμένο Αύγουστο εξαγόρασε
την Idenix Pharmaceuticals έναντι 3,9 δισ. δολαρίων) εμφάνιζε στα τέλη
Σεπτεμβρίου ταμειακά διαθέσιμα ύψους 14,3 δισ. δολαρίων και συνολικό χρέος 27,8
δισ. δολαρίων.
«Σούπερ» αντιβιοτικά
Tόσο η Merck όσο και η βρετανική ανταγωνίστριά της AstraZeneca έχουν
στρέψει την προσοχή τους στα νέα αντιβιοτικά, ύστερα από έκθεση που εξέδωσε το
2013 το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, στο οποίο και
προειδοποιούσε ότι τα λεγόμενα «σούπερ βακτήρια» έχουν αναδειχθεί σε σοβαρή,
παγκόσμια απειλή.
Καλούσε δε τις φαρμακοβιομηχανίες να αυξήσουν τις επενδύσεις τους για την
παρασκευή νέων αντιβιοτικών - έναν τομέα τον οποίο πολλές εταιρείες είχαν
εγκαταλείψει, εστιάζοντας σε πιο κερδοφόρες δραστηριότητες, όπως οι θεραπείες
καρκίνου ή ηπατίτιδας C.